Η γνησιότητα και η ποιότητα των ελαιολάδων προσδιορίζονται με βάση τα φυσικοχημικά και οργανοληπτικά χαρακτηριστικά τους, όπως αυτά προβλέπονται στον Ευρωπαϊκό Κανονισμό (Ε.Κ. 2568/91) και τις τροποποιήσεις του.
Οι φυσικοχημικές παράμετροι που σε πρώτο στάδιο πρέπει να ελέγχονται είναι η οξύτητα, οι δείκτες Κ και ο αριθμός υπεροξειδίων.
Βάση αυτών έχουμε μια πρώτη εικόνα ότι το ελαιόλαδο μας πληροί τα όρια για την κατάταξη του σε εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο ή παρθένο ελαιόλαδο ή για το αν ταξινομείτε σε μια από τις επόμενες κατηγορίες (μειονεκτικό, εξευγενισμένο ή σύνθετο ελαιόλαδο, ακατέργαστο πυρηνέλαιο, εξευγενισμένο πυρηνέλαιο, πυρηνέλαιο).
Για να πληροί τις πρώτες προϋποθέσεις για το εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο θα πρέπει να έχει οξύτητα <0,8% σε ελαϊκό οξύ, να είναι η τιμή του δείκτη Κ232 <2,50, του Κ268/Κ270 < 0,22 και του ΔΚ <0,01 ενώ ο αριθμός υπεροξειδίων να είναι <20 meq 02/ Kg. Ενώ για το παρθένο ελαιόλαδο θα πρέπει να έχει οξύτητα <2,0% σε ελαϊκό οξύ, Κ232 <2,60, Κ268/Κ270 < 0,25 και ΔΚ <0,01 ενώ ο αριθμός υπεροξειδίων <20 meq 02/ Kg. Έχοντας αυτά τα όρια για το ελαιόλαδο μας μπορούμε να προχωρήσουμε σε μια δεύτερη σειρά αναλύσεων προκειμένου να μπορέσουμε να το κατατάξουμε ποιοτικά.
Σε δεύτερο στάδιο γίνεται οργανοληπτικός έλεγχος και μια σειρά χημικών αναλύσεων όπως ο κανονισμός καθορίζει (προφίλ λιπαρών οξέων, κηροί, στερόλες, στιγμασταδιένια, κ.α.)
Στο ΧΗΜΕΙΟ πραγματοποιούνται όλες οι αναλύσεις για την ποιοτική κατάταξη του ελαιολάδου όπως προβλέπονται από τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό . Επικοινωνήστε μαζί μας για να ενημερωθείτε.